- Κύκλωπας
- ο (AM Κύκλωψ, -ωπος)1. ο μονόφθαλμος γίγαντας Πολύφημος, γιος τής νύμφης Θόωσας, που αναφέρεται στην Οδύσσεια2. στον πληθ. οι Κύκλωπεςονομασία φυλής τερατόμορφων μονόφθαλμων όντων τής αρχαίας μυθολογίας που κατοικούσαν σε νησί τού Αδριατικού Πελάγουςνεοελλ.1. μτφ. μεγαλόσωμος, γίγαντας, κολοσσός2. υβριστ. μονόφθαλμος άνθρωποςαρχ.1. αυτός που έχει ένα στρογγυλό μάτι2. μτφ. ποιητικώς η Σελήνη, όταν λαμβάνεται κατά προσωποποίηση3. μτφ. η κόρη τού οφθαλμού4. στον πληθ. α) (στον Ησίοδ.) τρεις γιοι τού Ουρανού και τής Γης, που σφυρηλατούσαν τους κεραυνούς τού Διόςβ) (στον Θουκ.) φυλή που εγκαταστάθηκε πριν από τους Σικανούς στη Σικελία, προερχόμενη ίσως από τη Μ. Ασίαγ) (ποιητ. μυθολ.) γίγαντες χαλκείς που είχαν ως εργαστήριο το ηφαίστειο τής Αίτναςδ) ομάδα τειχοδόμων που είχαν μετακληθεί από τη Λυκία και έκτισαν τα τείχη τής Τίρυνθας, τών Μυκηνών και άλλων πόλεων, κατά αρχαία παράδοση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + -ωψ (< ὄπωπα) πρβλ. κέρκ-ωψ, νυκτάλ-ωψ].
Dictionary of Greek. 2013.